
Ο Κουκούτσης και η Αβγούλα, ένα κουκούτσι και ένα αβγό είναι φίλοι. Έγιναν φίλοι ένα ηλιόλουστο πρωινό. Και χάρηκαν πολύ γιατί είχαν το ίδιο ύψος και κάπως το ίδιο σουλούπι. Παίζανε μαζί και περνούσαν όμορφα. Έδωσαν και μια υπόσχεση ο ένας στον άλλον πως θα είναι για πάντα φίλοι.
Όμως ήρθε η άνοιξη και συνέβη κάτι περίεργο. Ο Κουκούτσης έβγαλε ρίζες, βρέθηκε μέσα στο έδαφος. Δεν μπορούσε να τρέξει και να παίξει όπως πριν με τη φίλη του. Η Αβγούλα δεν τον εγκατέλειψε πήγαινε κάθε μέρα να τον δει. Έπαιζαν και παιχνίδια που μπορούσαν χωρίς να χρειάζεται να μετακινηθεί ο φίλος της, αφού κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο.
Μέρα με τη μέρα ο Κουκουτσης μεγάλωνε και από κουκούτσι έγινε κοτσάνι, έβγαλε κλαδιά και φύλλα. Και όλο ψήλωνε. Μια μέρα εκεί που περίμενε την Αβγούλα για να παίξει εμφανίστηκε ένα πουλί. Ο Κουκουτσης τα έχασε γιατί δεν έμοιαζε με τίποτα στην παλιά του φίλη. Όμως την παρακάλεσε να μείνει εκεί και να κάνουν παρέα. Οι μέρες κυλούσαν όμορφα κάνοντας παρέα ο ένας στον άλλον. Όμως όσο πέρναγαν οι μέρες τα φτερά της Αβγούλας μεγάλωναν ακόμα περισσοτερο.
Ανακάλυψε πως να τα κουνάει και πως να πετάει. Πως να απομακρύνεται από την κοιλάδα και να πετάει τόσο ψηλά που ο φίλος της να φαίνεται πολύ μικρός σαν μια μικρή κουκκίδα.